- συνεκτραχηλίζομαι
- συνεκ-τρᾰχηλίζομαι, [voice] Pass.,A to be thrown as by a horse, Plu.2.802d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκτραχηλίζομαι — Α μτφ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι σαν να πέφτω από άλογο («βίᾳ φερόμενος εἰς Σικελίαν καὶ συνεκτραχηλιζόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτραχηλίζομαι «ανατρέπομαι, πέφτω από άλογο»] … Dictionary of Greek
συνεκτραχηλιζόμενος — συνεκτραχηλίζομαι to be thrown as by a horse pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)